υπερτροφία

υπερτροφία
η
η υπερβολική μεγέθυνση ενός οργάνου του σώματος: Υπερτροφία της καρδιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερτροφία — (Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το… …   Dictionary of Greek

  • υπερτροφικός — ή, ό, Ν ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερτροφία 2. αυτός που χαρακτηρίζεται από υπερτροφία, ο υπερβολικά ανεπτυγμένος («υπερτροφικές αμυγδαλές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτροφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μυοκάρδιο — (Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • Hypertrophie — (zu altgr. ὑπερτροφία, neulateinisch: hypertrophia → „Überernährung“) bzw. Hypertrophia bezeichnet in der Medizin die Größenzunahme eines Organs oder eines Gewebes (bei vermehrter Beanspruchung) allein durch Zellvergrößerung. In vergrößerten …   Deutsch Wikipedia

  • Τόμσεν — Ν φρ. «νόσος Τόμσεν» ιατρ. τύπος συγγενούς μυοτονίας που συνοδεύεται από μυϊκή υπερτροφία, μεταβιβάζεται κατά τον αυτοσωματικό επικρατή χαρακτήρα και περιλαμβάνει πιθανώς τέσσερεις ή πέντε υποτύπους …   Dictionary of Greek

  • Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”